- γυνάνδρων
- γύνανδροςof doubtful sexmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυνανδρία — η 1. παθολογική κατάσταση γυναίκας η οποία εμφανίζει ανδρικά ψυχικά χαρακτηριστικά και ενδεχομένως ομοφυλοφιλικές τάσεις 2. η ιδιότητα τών γύνανδρων φυτών … Dictionary of Greek